- αγρευτικός
- -ή, -ό (AM ἀγρευτικός, -ή, -όν) [ἀγρεύω]αυτός που χρησιμεύει στην παγίδευσηαρχ.ο σχετικός με το κυνήγι ή ο επιτήδειος σ' αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + παραγ. κατάληξη -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγρευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικά — ἀγρευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀγρευτικά̱ , ἀγρευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀγρευτικά̱ , ἀγρευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικόν — ἀγρευτικός of masc acc sg ἀγρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικοῖς — ἀγρευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικούς — ἀγρευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῆς — ἀγρευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῇ — ἀγρευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτική — ἀγρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικήν — ἀγρευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῶς — ἀγρευτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)